ὑποσίδηρος

ὑποσίδηρος
ὑποσίδηρ-ος [pron. full] [ῐ], ον,
A having a mixture or proportion of iron in it, Pl. R.415b.
2 shod with iron,

σκύταλον Ar.Fr.402b

(codd. Poll., σκυτάλιον Bgk. fr. Sch.Ar.Av.1283).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑποσίδηρος — having a mixture masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσίδηρος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει σίδηρο, αναμεμιγμένος με σίδηρο («ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὑπόχαλκος ἢ ὑποσίδηρος γένηται», Πλάτ.) 2. πιθ. καλυμμένος με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σίδηρος (πρβλ. περι σίδηρος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑποσίδηρον — ὑποσίδηρος having a mixture masc/fem acc sg ὑποσίδηρος having a mixture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατελεώ — κατελεῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ελεώ) αισθάνομαι μεγάλο οίκτο για κάποιον, συμπαθώ, συμπάσχω με κάποιον, λυπάμαι κάποιον πολύ («ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὐπόχαλκος ἢ ὐποσίδηρος γένηται μηδενὶ τρόπῳ κατελεήσουσιν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • υποσιδηρώ — όω, Α [ὑποσίδηρος] περιέχω σίδηρο …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”